- ἐπιμεμηνότες
- ἐπιμαίνομαιperf part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλογύναιος — ον, Α 1. ο φιλογύνης 2. αυτός που αγαπά τη γυναίκα του 3. αυτός που οφείλεται στη φιλογυνία («οἱ φιλογυναίοις συνουσίαις ἐπιμεμηνότες», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γύναιος (για τη μορφή τού β συνθετικού, βλ. λ. γυναίκα), πρβλ. μισο γύναιος] … Dictionary of Greek